Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Κρυμμένος στη κούτα παιχνιδιών μου.


Θυμάσαι τη παιδική σου κούτα; Εκείνη που έχωνες μέσα απρόσεκτα, τσαλακωμένα όλα σου τα παιχνίδια πριν τρέξεις στο κρεβάτι σου για ύπνο, μετά από ατέλειωτες φωνές του εκάστοτε υπεύθυνου; Έτσι ακριβώς είναι και το σώμα σου μετά από ένα χρόνο γνωριμίας και κοινής πορείας μαζί του. Μια κούτα μέσα στην οποία στριμώχνεις, αν είσαι τυχερός και δεν χωράνε, μέρα με τη μέρα χαμόγελα, αγκαλιές, βόλτες, ταξίδια, φιλιά, χάδια. Τσαλακωμένα κι αυτά, από τις φορές που φώναξες, έκλαψες, έβρισες. Την ίδια ακριβώς ανυπομονησία νιώθεις κάθε φορά που αναπολείς κάποια από τις κοινές σας γεύσεις-αρώματα-αγγίγματα. Εκείνη την ανυπομονησία που σε έκανε να πιτσιλίσεις τη πάνα σου μέχρι να βγει ο αρκούδος από τη κούτα για  να τον κρατήσεις ασφυκτικά. Το ίδιο ακριβώς χαμόγελο ξεπετιέται όταν τον αντικρίζεις. Εκείνο που είχες, μέχρι τα αυτιά, όταν σου έδιναν καινούριο παιχνίδι να τοποθετήσεις στη κούτα. Μόνο που τώρα χαμογελάς με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, στο εδώ και ένα χρόνο παλιό σου.   Η κούτα σου γέμισε από αυτό. 

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Για ποιόν χτυπάει ο κεραυνός;

Photo: Petros Poulopoulos.
Δεν με τρομάζει ο ήχος. Δεν μπορεί να φταίει αυτός. Άλλωστε είναι πολύ πυκνός για κάτι τέτοιο. Ούτε τα σαλιγκάρια με τρομάζουν, όσο και αν τα σιχαίνομαι. Άλλωστε μετά το ντοκυμαντέρ κατάλαβα πόσο χρήσιμη είναι η βόλτα τους, μετά τον κεραυνό, για εκείνους που τα πιάνουν και τα πουλάνε σε εστιατόρια για να ζήσουν. Ούτε το χρώμα του με ενοχλεί. Δεν μπορεί να φταίει αυτό, όσο άτονο και να ΄ναι, όση λάμψη και αν κλέβει. Άλλωστε μέχρι πρότινος τον απολάμβανα, με ζεστή σοκολάτα και κατάλληλη παρέα. Η σοκολάτα και η παρέα έμεινε. Η απόλαυση αντικαταστήθηκε. Μάλλον με αγωνία. Ίσως και με ανησυχία. Σίγουρα με σπασμωδικές, αναποτελεσματικές κινήσεις. Να βρω κουβέρτα, παλιά, καινούρια. Μία. Δεν φτάνει μία. Να βρω μάλλινα ρούχα, γυναικεία, αντρικά. Δύο αλλαξιές. Στη μία δεν θα προλάβουν καλά καλά το χρώμα να ξεχωρίσουν, θα έχει σκουρύνει από το πολύ νερό που θα κρατήσει. Να βρω φαγητά. Μαγειρευτά σίγουρα μαγειρευτά. Να βρω χαμόγελο. Αρκετά μαυρίζει από τον ήχο και το χρώμα του κεραυνού η ψυχή του, δεν χρειάζεται και τη δική μου ανησυχία.  Αν και αυτό το τελευταίο δεν θα δυσκολευτώ να το βρω θα μου το τοποθετήσει αυτόματα κατά μήκος του προσώπου μου όταν καταλάβει πως αυτά που κρατάω προορίζονται για εκείνον τον συγκεκριμένο άστεγο. Όχι σε αυτόν τον αριθμό στην αύξηση στατιστικών, αλλά  στον κύριο Τάδε. Και να βρω και δύναμη, Το σημαντικότερο ξέχασα. Να βρω δύναμη να του γυρίσω την πλάτη και να φύγω, να πάω σπίτι γιατί πέρασε η ώρα, η παρέα θα μου κάνει παράπονα επειδή βαρέθηκε και η σοκολάτα δεν θα πίνεται. Γαμώτο! Θα πρέπει να φτιάξω άλλη και ήταν η τελευταία με άρωμα φουντουκιού!

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Εσύ, το πολύτιμο διακοσμητικό μου.


 Στις πρώτες κούτες. Εκεί. Εκεί συνειδητοποιείς πόσα χωράει σε τέσσερα χρόνια το φοιτητικό σου σπίτι. Ακόμα και αν αυτό το πρώτο συμμάζεμα δεν αφορά εσένα, δεν παύει να ναι η ώρα που σκέφτεσαι τα πάντα.
 Τα πάντα αρχίζουν από το λόγο που επέλεξες να διακοσμήσεις με αυτόν τον τρόπο το σπίτι σου. Ή το λόγο που δεν διακόσμησες ούτε χιλιοστό του τοίχου, γιατί ήθελες ο καθένας που θα έμπαινε μέσα να ένιωθε άνετα, να τον κέρδιζε το χρώμα στο χαμόγελο που συνόδευε το " καλώς ήρθες " και όχι το χρώμα του τοίχου. Να θυμόταν το γέλιο σου και όχι τον πίνακα. Να έβγαζε τα παπούτσια, όχι για να μη λερώσει, αλλά γιατί μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του με τη πρώτη κιόλας επίσκεψη να κοιμάται βουλιάζοντας στο κόκκινο καναπέ σου. Ή απλά επειδή είχες επιλέξει από την πρώτη κιόλας μέρα που το νοίκιασες να μη δεθείς με διάφορα διακοσμητικά ή τετραγωνικά μέτρα, αλλά με τα άτομα που πάταγαν σε αυτά. 
 Και αν στεκόσουν τυχερή, ο πληθυντικός θα γινόταν ενικός, τα άτομα άτομο. Ο ένας, που θα διακοσμούσε το σπίτι με το άρωμά του.  Ο ένας, που θα ήθελες να κλείσεις σε κούτα και να πάρεις μαζί, αν χρειαζόταν, με την επιγραφή " εύθραυστο ". Γιατί όντως θα ήταν το πιο εύθραυστο μπιμπελό σου αφού, ανά πάσα στιγμή, θα ήξερες πως μπορεί να το χάσεις. Σε όποιο σπίτι και να είσαι, όσα καδράκια και να τοποθετήσεις, ο φόβος της δικής του απώλειας θα πονέσει πάντα και παντού το ίδιο. 

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Ελλάδα, χάρηκα.


Σκέψου την Ελλάδα μια στιγμή διαφορετικά. Όχι πιο οργανωμένη, ούτε πιο υπεύθυνη. Χρησιμοποίησε φαντασία και σκέψου την Ελλάδα σαν μια νεαρή έφηβη κοπέλα. Τώρα άσε με να σου εξηγήσω την ιστορία της. 
Η Ελλάδα ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, όχι γυναίκα, δεν είχε προλάβει να ωριμάσει, ζουμερή και χαμογελαστή. Το χαμόγελο της ήταν πάντα φωτεινό σαν τον ήλιο, το σώμα της σχημάτιζε λακάκια και χαράδρες όπου ο ιδρώτας έσταζε σαν τον καταράκτη σε βουνοπλαγιά. Την θαύμαζαν όλοι όχι μόνο για τα κάλλη της αλλά και για την ποιότητα που έκρυβε στη μόρφωσή της, και στη πολιτισμική της διαπαιδαγώγηση. Εκείνη όμως, ατίθαση πολύ ήθελε να ξεκινήσει ένα ταξίδι μόνη της, χωρίς να μπει σε καλούπια, χωρίς να χαλάσει τη ζαχαρένια της, χωρίς να φοβηθεί, χωρίς να έχει βασικό προορισμό παρά μόνο βασικό στόχο. Η Ελλάδα ήταν ερωτευμένη. Ερωτευμένη με τον ίδιο της τον εαυτό. Γι' αυτό και δεν είχε καθαρή εικόνα του εαυτού της, έτσι απέφευγε και τους καθρέφτες, δεν άντεχε να αντικρίζει την αλήθεια, μέσα στην οποία υπήρχε δόση αλαζονείας, εγωκεντρισμού, εγωισμού, αχαριστίας, κουτοπονηριάς και τεμπελιάς. Προτιμούσε πάντα την εύκολη λύση στα προβλήματα. Δεν τα αντιμετώπιζε ποτέ. Απλά έτρεχε μακρυά τους. Έτσι και αυτή τη φορά, πήρε ένα σακίδιο στη πλάτη έβαλε μέσα τρεις ελιές δύο ντομάτες, τα υπόλοιπα θα τα έβρισκε χρησιμοποιώντας την ομορφιά της και άρχισε να τρέχει μακρυά από κάθε οικονομικό και συναισθηματικό πρόβλημα που άρχισε να της προκύπτει προσποιούμενη πολύ καλά πως όλα είναι ιδανικά. Σε αυτή της τη φυγή όμως, βρέθηκαν στο δρόμο της άτομα πιο ισχυρά από εκείνη που τυφλωμένα από τη δόξα, την εξουσία και τα χρήματα την έκλεψαν, την βίασαν και τη παράτησαν. Μόνη της, απροστάτευτη δίπλα σε μια απέραντη θάλασσα. Εκείνη δεν έβγαλε ούτε μια κραυγή, δεν έσταξε ούτε ένα δάκρυ. Καθόταν σιωπηλή και ενοχική, αφού όρισε σαν αυτοτιμωρία της την εξορία της εκεί και αφού την έπεισαν πως για το κακό που της συνέβη ήταν εκείνη υπεύθυνη. Και εκείνη σαν τέλος στο ταξίδι της, δέχτηκε το δίκαιο ως αυτό που ορίζει ο ισχυρότερος. 



Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Λίγες λέξεις από αυτές που σου χρωστάω.

Εδώ ανήκουν οι λέξεις.

Σου χρωστάω μια σειρά από λέξεις πολλές, έντονα γραμμένες, αυθόρμητες, άναρχες, όμορφες, ανορθόγραφες και μη, με νόημα και χωρίς. Τέτοιες για να αποτυπώσουν τα τέσσερα φοιτητικά μας χρόνια. Δεν θα μπορέσουν να τα περιγράψουν ούτε στιγμή επαρκώς, αλλά τουλάχιστον δεν θα σε αφήσουν να ξεχάσεις. 
Τί έχεις να θυμάσαι; Γέλιο. Υστερικό, ασταμάτητο. Πόνο, στη κοιλιά από το γέλιο. Βλέμματα για να εξηγήσουν τα χαμόγελα. Κλάματα, από τα γέλια και από τις απογοητεύσεις, Μαθήματα. Όχι αυτά δεν έφεραν ποτέ κλάμα, δεν τους αφήναμε χώρο για τέτοια, οι έρωτες τον καταλάμβαναν όλον μαζί με τη καρδιά και το σώμα. Σώμα, αχ πόσα του έμαθες και σου μάθε σε τέσσερα χρόνια. Κουτσομπολιά επίσης μαθαίναμε  από αυτά που δεν μας άρεσαν να συζητάμε μιας και θέλαμε να διαφέρουμε. Εκεί καταλήγαμε μετά τη δύωρη συζήτηση. Και στη πολιτική, το καιρό, το μαγείρεμα, τα ρούχα, τα προβλήματα. Τα πάντα. Είχες χρόνο και γνώμη για όλα. Τα βρήκες και τα δύο στα τέσσερα χρόνια που μείναμε μαζί. Όχι στο ίδιο σπίτι, στην ίδια καθημερινότητα, στην ίδια χαρά, στην ίδια λύπη (ταυτόχρονη, " με ξες αφου" ) στο ίδιο ξενύχτι, αυτό το πάρτυ που διήρκεσε τόσα χρόνια μέσα σε τόσα ποτά και τόσους καφέδες αυτούς που έπινες για να αντέχεις το επόμενο, όχι μάθημα, ξενύχτι λέμε βρε.
 Και τώρα μου λες ότι φοβάσαι να χάσεις αυτές τις λέξεις. Αλλά εγώ είμαι σίγουρη πως θα τις συμπληρώσεις με άλλες εξίσου όμορφες και θα φτιάξεις προτάσεις ολόκληρες. Φρόντισε όμως να μη τις αντικαταστήσεις. Γιατί τότε θα φοβηθώ εγώ. 

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Τσουβαλιασμένες λέξεις.


Aν ήσουν λέξη σε ένα κείμενο, σε ένα περιοδικό, σε ένα στίχο από αγαπημένο τραγούδι, σε μια φράση στην οποία έχεις εθιστεί, σε μια ταμπέλα, σε μία ετικέτα, έχεις σκεφτεί ποια θα ήθελες να είσαι; Εγώ θα διάλεγα μία εύηχη, δυσεύρετη, σπάνια στη χρήση ίσως και λίγο δυσνόητη ώστε να της αφιερώσω το χρόνο και τη φροντίδα που χρειάζεται. Εάν καταφέρω να βρω μία τέτοια, γιατί καμία λέξη πια δεν είναι σπάνια, όση βαρύτητα και αν φέρει. Όλες είναι τόσο λάθος χρησιμοποιημένες, τόσο επιπόλαια ειπωμένες, απευθυνόμενες σε τόσο ακατάλληλα άτομα. Οι λέξεις κακοπέφτουν εξ'αιτίας μας σε λάθος άτομα. Δεν τις περιποιούμαστε πια.  Τις κουράζουμε στα χείλη. Και μετά μας εκδικούνται, μας προκαλούν αβάσταχτο πόνο στο ατυχές άκουσμά τους. Άλλα εμείς ούτε τότε αντιλαμβανόμαστε πως αυτές είναι η δύναμη του είδους μας. Πρέπει να το διαβάσουμε από κάποιον αναγνωρισμένο του παρελθόντος, πως ο λόγος είναι η κύρια διαφορά μας από τα άλλα ζώα, για να καταλάβουμε πως αυτές αποτελούν τη δύναμή μας και ταυτόχρονα την αδυναμία μας. Συνέχισε εσύ να μαζεύεις χρήματα ή μυικό βάρος και πέτα τα σ' αγαπώ σου, μπέρδεψε τα όχι με τα ναι σου, μπουρδούκλωσε τις ανάγκες με τα θέλω σου, αντικατέστησε περιγραφές με φωτογραφίες και στο τέλος σώπασε. Ίσως είναι το μόνο που αξίζει να κάνεις, μέχρι να τις βάλεις σε μια σειρά. Αυτές και την αυθεντικότητα των συναισθημάτων σου.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Μια δεκάρα έρωτα.


Φαντάσου τον έρωτα σαν ένα κέρμα χρημάτων. Όχι το μεγαλύτερο σε αξία ή σε μέγεθος. Αντίθετα, σαν μια πολύ χρησιμοποιημένη δεκάρα. Ξεφτισμένη στο χρώμα, μα ακόμα τόσο πολύτιμη. Κατευθείαν θα σκεφτείς ότι έχει δύο όψεις.  Άσε με να στις συστήσω. Ως κορώνα όρισε με ονοματεπώνυμο τον υγιή έρωτα. Ως γράμματα όρισε την ανεκπλήρωτη αρρωστημένη φαντασία. Ανήμερα πρωταπριλιάς θα σου ζητήσω να εξερευνήσεις τη μία από αυτές, για να δυσκολευτείς ακόμα περισσότερο να πιστέψεις την ύπαρξή της. Σου ζητάω να βρεις εκείνον τον έρωτα που σε φέρνει στα όρια σου αλλά την ίδια στιγμή νοιάζεται να σε επαναφέρει στην ισορροπία σου. Εκείνη την όψη που σου χαμογελάει και περιμένει ακλόνητη την ανταπόκρισή σου. Εκείνη, που σε κοιτάει στα κλεφτά και σε ερωτεύεται στο δευτερόλεπτο που την αγνοείς. Εκείνη, που σε βασανίζει με τόση ευλάβεια στο τελετουργικό της που καταλήγει να μοιάζει με την πιο τρυφερή περιποίηση. Δεν θα μπορέσεις πότε να ξεχωρίσεις ποια από τις δύο όψεις είναι αυτή που πρέπει να διαλέξεις, γι' αυτό θα πρέπει να παίξεις κορώνα - γράμματα. Και να εμπιστευθείς το αποτέλεσμα. Ή να προσπαθήσεις να ξεχωρίσεις σε αυτό τον βασανισμό από το ενδιαφέρον, το γέλιο από το κλάμα, τον φαντασιόπληκτο μονόπλευρο έρωτα από την ποικιλία προσφερόμενων συναισθημάτων του πραγματικού και να μείνεις εκεί γιατί το πραγματικό είναι το μόνο αληθινό. Το κέρμα είναι στη παλάμη σου, το μόνο που μένει είναι  να διασκεδάσεις λίγο την τύχη σου. 

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Γνωριμία αγνώστων.


Ψάχνεις τα παράδοξα στα μαθηματικά, στη φυσική, στην αρχαία φιλοσοφία. Απελπισμένα τα ψάχνεις για να χαρείς με την κατάρριψή τους, ακόμα και αν από αυτή δεν βγήκε κάποιο νέο, έγκυρο συμπέρασμα, ακόμα και αν σε γύρισε πίσω στο μηδέν ο ενθουσιασμός σου δεν θα μετριαστεί. Ο δικός μου θα κομματιαστεί. Όταν θα αρχίσω να ασχολούμαι με το παράδοξο των σχέσεων, εκείνο που ξεκινάτε ως απλοί γνωστοί, αδιάφορες κινούμενες μορφές σε βαρετούς χώρους. Μέσα σε εκείνους που μεταμορφώνονται τη στιγμή που ένα βλέμμα ή κίνηση θα ταυτιστεί με εκείνη την όχι και τόσο άχαρη μορφή απέναντί σου. Την άγνωστη μορφή που κάμποσα εικοσιτετράωρα αργότερα θα ξέρει την κάθε σου συνήθεια, την κάθε σου προτίμηση, την πιο αρρωστημένη φαντασίωση, την πιο αστεία σου αντίδραση. Και θα τις λατρεύει στον ίδιο βαθμό που θα τον εκνευρίζουν αλλά θα τις μοιράζεστε σχεδόν ευλαβικά κάθε μέρα μία προς μία ενώ θα κάνει τα πάντα για να στις αλλάξει. Έστω αυτές που φαίνονται βλαβερές. Όχι επειδή τις βαριέται αλλά επειδή σε νοιάζεται. Άραγε δύο μέρες μετά που όλες αυτές οι μοιρασμένες καθημερινές στιγμές σας, που  παραμένουν ίδιες στο χωροχρόνο συνεχίζουν να του προκαλούν ανησυχία; τώρα πάλι, κάτι εικοσιτετράωρα αργότερα, που καταλήξατε ως άγνωστοι σε εξίσου βαρετούς χώρους να χαζεύετε άλλες αδιάφορες μορφές; Δύο άγνωστοι θα γνωριστούν για να γίνουν άγνωστοι. Δύο αδιάφορα κινούμενες μορφές θα συναντηθούν για να ξεφύγουν από την ανία μέχρι να γυρίσουν πίσω σε αυτή. Μακάρι να μπορούσα να αντλήσω έστω και λίγο ενθουσιασμό από τούτο εδώ το παράδοξο. Αλλά δεν μπορώ. Ίσως να φταίει η σχέση που έχω με την επιστροφή στο μηδέν.

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Μαμά, γιατί υπάρχουν άστεγοι;


 Ήμουν σχεδόν επτά χρονών όταν εκεί κοντά σε μία βόλτα στην Κυψέλης, γύρισα να ρωτήσω γεμάτη στεναχώρια " μαμά, γιατί υπάρχουν αδέσποτα; γιατί δεν το παίρνουμε να το φροντίζουμε στο μπαλκόνι μας; χωράει όσο και αν μεγαλώσει. " Η απάντηση αφορούσε στη φύση των ζώων και τον τρόπο που έχουν μάθει να προστατεύονται χρησιμοποιώντας τα ένστικτά τούς. Ο χείμαρρος ερωτήσεων που εκτοξεύτηκε στο μυαλό μου τα επόμενα χρόνια, σχετικά με την παρέμβαση μας στη φύση τους και στο φυσικό περιβάλλον που έπρεπε να αναπτύσσουν τα ένστικτά τους, καταλάγιασε όταν αγκάλιασα το λούτρινο σκυλάκι μου. Δεν χρειαζόταν να το πηγαίνω βόλτα, να το ταιζω ή να γκρινιάζω για τις ενοχλητικές για μια πολυκατοικία κραυγές του.
 Κάπως έτσι έφτασα στη δεύτερη ερώτηση σε μία βόλτα κάπου στη Πανεπιστημίου. Αναπάντητη μέχρι την ηλικία των εικοσιένα. " Μαμά, γιατί υπάρχουν άστεγοι; γιατί δεν παίρνουμε έναν στο σπίτι να τον φροντίζουμε; θα χωράει όσο και να μεγαλώσει." Η εξίσου αρνητική απάντηση υποθέτω αντίστοιχα σχετίζεται με τη φύση του ανθρώπου, εκείνη την ανεξέλεγκτη ανταγωνιστικότητα, την υπέρμετρη εκδικητικότητα, την φύση των ενστίκτων του που σε αυτή την περίπτωση δεν τον προστατεύουν, γι αυτό και επενέβη στο φυσικό περιβάλλον που στο τέλος στράφηκε εναντίον του. Ο άνθρωπος αποφάσισε να καταπιέσει τα ένστικτά του, αφού δεν μπόρεσε να τα χρησιμοποιήσει εναρμονισμένα, και να μεταλλάξει το φυσικό περιβάλλον αφού η φύση δεν κάλυπτε τις ανάγκες του. "Και όμως μαμά, εγώ βλέπω, άστεγους, μετανάστες εξαθλιωμένους που δεν μπορούν να προστατευτούν χρησιμοποιώντας τα ένστικτά τους και υποφέρουν χειρότερα από εκείνο το αδέσποτο. Θυμάσαι; Τώρα είναι παντού σε κάθε γωνιά του δημιουργήματός μας. Και βλέπω και εμάς τους προστατευμένους, τους εναρμονισμένους να χρειαζόμαστε επτά χρόνια για να τους πρωτοαντικρίσουμε και δευτερόλεπτα να τους αγνοήσουμε ώστε να συνεχίσουμε πολιτισμένα το δρόμο για το σπίτι μας. Το σπίτι μας  που έχει αρκετό χώρο στο μπαλκόνι για ένα αδέσποτο και αρκετό φαγητό για τη σακούλα των σκουπιδιών. Μαμά, γιατί να υπάρχουν άστεγοι; Γιατί εγώ δεν είμαι μία από αυτούς;"