Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Γνωριμία αγνώστων.


Ψάχνεις τα παράδοξα στα μαθηματικά, στη φυσική, στην αρχαία φιλοσοφία. Απελπισμένα τα ψάχνεις για να χαρείς με την κατάρριψή τους, ακόμα και αν από αυτή δεν βγήκε κάποιο νέο, έγκυρο συμπέρασμα, ακόμα και αν σε γύρισε πίσω στο μηδέν ο ενθουσιασμός σου δεν θα μετριαστεί. Ο δικός μου θα κομματιαστεί. Όταν θα αρχίσω να ασχολούμαι με το παράδοξο των σχέσεων, εκείνο που ξεκινάτε ως απλοί γνωστοί, αδιάφορες κινούμενες μορφές σε βαρετούς χώρους. Μέσα σε εκείνους που μεταμορφώνονται τη στιγμή που ένα βλέμμα ή κίνηση θα ταυτιστεί με εκείνη την όχι και τόσο άχαρη μορφή απέναντί σου. Την άγνωστη μορφή που κάμποσα εικοσιτετράωρα αργότερα θα ξέρει την κάθε σου συνήθεια, την κάθε σου προτίμηση, την πιο αρρωστημένη φαντασίωση, την πιο αστεία σου αντίδραση. Και θα τις λατρεύει στον ίδιο βαθμό που θα τον εκνευρίζουν αλλά θα τις μοιράζεστε σχεδόν ευλαβικά κάθε μέρα μία προς μία ενώ θα κάνει τα πάντα για να στις αλλάξει. Έστω αυτές που φαίνονται βλαβερές. Όχι επειδή τις βαριέται αλλά επειδή σε νοιάζεται. Άραγε δύο μέρες μετά που όλες αυτές οι μοιρασμένες καθημερινές στιγμές σας, που  παραμένουν ίδιες στο χωροχρόνο συνεχίζουν να του προκαλούν ανησυχία; τώρα πάλι, κάτι εικοσιτετράωρα αργότερα, που καταλήξατε ως άγνωστοι σε εξίσου βαρετούς χώρους να χαζεύετε άλλες αδιάφορες μορφές; Δύο άγνωστοι θα γνωριστούν για να γίνουν άγνωστοι. Δύο αδιάφορα κινούμενες μορφές θα συναντηθούν για να ξεφύγουν από την ανία μέχρι να γυρίσουν πίσω σε αυτή. Μακάρι να μπορούσα να αντλήσω έστω και λίγο ενθουσιασμό από τούτο εδώ το παράδοξο. Αλλά δεν μπορώ. Ίσως να φταίει η σχέση που έχω με την επιστροφή στο μηδέν.

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Μαμά, γιατί υπάρχουν άστεγοι;


 Ήμουν σχεδόν επτά χρονών όταν εκεί κοντά σε μία βόλτα στην Κυψέλης, γύρισα να ρωτήσω γεμάτη στεναχώρια " μαμά, γιατί υπάρχουν αδέσποτα; γιατί δεν το παίρνουμε να το φροντίζουμε στο μπαλκόνι μας; χωράει όσο και αν μεγαλώσει. " Η απάντηση αφορούσε στη φύση των ζώων και τον τρόπο που έχουν μάθει να προστατεύονται χρησιμοποιώντας τα ένστικτά τούς. Ο χείμαρρος ερωτήσεων που εκτοξεύτηκε στο μυαλό μου τα επόμενα χρόνια, σχετικά με την παρέμβαση μας στη φύση τους και στο φυσικό περιβάλλον που έπρεπε να αναπτύσσουν τα ένστικτά τους, καταλάγιασε όταν αγκάλιασα το λούτρινο σκυλάκι μου. Δεν χρειαζόταν να το πηγαίνω βόλτα, να το ταιζω ή να γκρινιάζω για τις ενοχλητικές για μια πολυκατοικία κραυγές του.
 Κάπως έτσι έφτασα στη δεύτερη ερώτηση σε μία βόλτα κάπου στη Πανεπιστημίου. Αναπάντητη μέχρι την ηλικία των εικοσιένα. " Μαμά, γιατί υπάρχουν άστεγοι; γιατί δεν παίρνουμε έναν στο σπίτι να τον φροντίζουμε; θα χωράει όσο και να μεγαλώσει." Η εξίσου αρνητική απάντηση υποθέτω αντίστοιχα σχετίζεται με τη φύση του ανθρώπου, εκείνη την ανεξέλεγκτη ανταγωνιστικότητα, την υπέρμετρη εκδικητικότητα, την φύση των ενστίκτων του που σε αυτή την περίπτωση δεν τον προστατεύουν, γι αυτό και επενέβη στο φυσικό περιβάλλον που στο τέλος στράφηκε εναντίον του. Ο άνθρωπος αποφάσισε να καταπιέσει τα ένστικτά του, αφού δεν μπόρεσε να τα χρησιμοποιήσει εναρμονισμένα, και να μεταλλάξει το φυσικό περιβάλλον αφού η φύση δεν κάλυπτε τις ανάγκες του. "Και όμως μαμά, εγώ βλέπω, άστεγους, μετανάστες εξαθλιωμένους που δεν μπορούν να προστατευτούν χρησιμοποιώντας τα ένστικτά τους και υποφέρουν χειρότερα από εκείνο το αδέσποτο. Θυμάσαι; Τώρα είναι παντού σε κάθε γωνιά του δημιουργήματός μας. Και βλέπω και εμάς τους προστατευμένους, τους εναρμονισμένους να χρειαζόμαστε επτά χρόνια για να τους πρωτοαντικρίσουμε και δευτερόλεπτα να τους αγνοήσουμε ώστε να συνεχίσουμε πολιτισμένα το δρόμο για το σπίτι μας. Το σπίτι μας  που έχει αρκετό χώρο στο μπαλκόνι για ένα αδέσποτο και αρκετό φαγητό για τη σακούλα των σκουπιδιών. Μαμά, γιατί να υπάρχουν άστεγοι; Γιατί εγώ δεν είμαι μία από αυτούς;"